μορταρία

μορταρία
η
το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. -αρία (πρβλ. αλαν-αρία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”